kathimerini.gr Αμηχανία επικρατεί στην κυβέρνηση, μετά την «κίτρινη κάρτα» που έδειξε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο νομοσχέδιο για το «πάγωμα» των πλειστηριασμών κύριας κατοικίας. Αν και η σχετική γνώμη της ΕΚΤ δημοσιοποιήθηκε από το Μεγάλο Σάββατο, το αρμόδιο υπουργείο Οικονομίας δεν έχει εκδώσει καμιά σχετική ανακοίνωση και η μόνη απάντηση που δίνεται προφορικά είναι «ουδέν σχόλιον». Ολα, πλέον, δείχνουν ότι το εάν θα κατατεθεί τελικά προς ψήφιση στη Βουλή το επίμαχο νομοσχέδιο, καθώς και το τελικό του περιεχόμενο, θα εξαρτηθεί από την έκβαση της συνολικής διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές.

Αξίζει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι και η ίδια η ΕΚΤ συναρτά την οριστική αξιολόγηση του σχεδίου νόμου με τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς. «Η ΕΚΤ σημειώνει ότι καταρχήν το σχέδιο νόμου δεν φαίνεται να συνάδει με τις δεσμεύσεις της ελληνικής δημοκρατίας, στις οποίες εδράζεται η κύρια σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης (σ.σ.: εννοεί τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης βάσει της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου 2015 να απέχει από μονομερείς ενέργειες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα).

Καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη οι συζητήσεις για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής δημοκρατίας μεταξύ της Ευρωομάδας και της ελληνικής κυβέρνησης, τις οποίες υποστηρίζουν στο έργο τους τα θεσμικά όργανα, η οριστική αξιολόγηση του σχεδίου νόμου αναμένεται ότι θα λάβει χώρα στο πλαίσιο της διεργασίας αυτής. Τα θεσμικά όργανα θα συνεισφέρουν στην ως άνω αξιολόγηση», καταλήγει χαρακτηριστικά η γνώμη της ΕΚΤ.

Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι το υπουργείο Οικονομίας, αν και σε κάθε ευκαιρία τόνιζε ότι η γνώμη της ΕΚΤ δεν είναι δεσμευτική, είχε αποφύγει έως τώρα να προχωρήσει σε κινήσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν μονομερείς ενέργειες. Το νομοσχέδιο που απεστάλη στην ΕΚΤ όχι μόνο δεν έχει κατατεθεί στη Βουλή, αλλά ούτε καν έχει παρουσιασθεί επισήμως από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου. Το περιεχόμενό του έχει γίνει γνωστό μόνο μέσω ανεπίσημων διαρροών στον Τύπο.

Το νομοσχέδιο προβλέπει την απαγόρευση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, υπό την προϋπόθεση ότι οι οφειλέτες πληρούν σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:
α) Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας να μην υπερβαίνει τα 300.000 ευρώ.
β) Το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα να είναι έως 50.000 ευρώ.
γ) Η κινητή και ακίνητη περιουσία του οφειλέτη να έχει αξία έως 500.000 ευρώ.
δ) Οι καταθέσεις και οι κινητές αξίες του οφειλέτη να έχουν αξία έως 30.000. ευρώ.

Σε ό,τι αφορά αυτό καθαυτό το νομοσχέδιο, η ΕΚΤ θεωρεί ότι εκτείνεται πέραν των πλέον ευπαθών νοικοκυριών και ότι θα έχει τις ακόλουθες επιπτώσεις:

• Πρώτον, τη δημιουργία του λεγόμενου ηθικού κινδύνου. «Είναι πιθανό ότι οι σχετικές απαγορεύσεις τις οποίες προβλέπει το σχέδιο νόμου θα λειτουργήσουν ως κίνητρο για όσους οφειλέτες δεν χρήζουν πράγματι προστασίας, προκειμένου αυτοί είτε να παύσουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους είτε να συνεχίσουν να τις εκπληρώνουν σε δραστικά μειωμένη βάση, ακόμη και όταν είναι σε θέση να τις εκπληρώσουν στο ακέραιο» υποστηρίζει η ΕΚΤ.

• Δεύτερον, η γενικευμένη αναστολή των πλειστηριασμών δεν αποτελεί βιώσιμη λύση για την αντιμετώπιση των υψηλών επιπέδων μη εξυπηρετούμενων δανείων στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα. Η απουσία ασφαλιστικών δικλίδων μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων, κάτι που θα δημιουργούσε κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και πιθανόν να προκαλούσε δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις στην οικονομία.

• Οι τράπεζες, ακριβώς λόγω των παραπάνω, είναι πιθανό ότι θα μειώσουν τη χορήγηση πιστώσεων και θα απαιτούν την εφαρμογή υψηλότερων επιτοκίων, πράγμα το οποίο με τη σειρά του θα υπονομεύσει την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Η ΕΚΤ συστήνει στην ελληνική κυβέρνηση να αναπτύξει ένα δίκτυο κοινωνικής προστασίας, όπου εκεί θα μπορούσε ίσως να ενταχθεί η απαγόρευση των πλειστηριασμών, στοχευμένη όμως αποκλειστικά για τα ευπαθή νοικοκυριά.